Το πρώτο Α Plague Tale, το Innocence, «σήκωνε» μια συνέχεια, χωρίς αμφιβολία. Το σημείο όπου τελείωσε δεν ήταν ιδανικό για φινάλε. Το δεύτερο μέρος, το Requiem, έρχεται να συνεχίσει αυτή την υπέροχη, μακάβρια ιστορία.
Η θέση του A Plague Tale: Requiem δεν είναι εύκολη, πάντως. Ο προκάτοχός του δέχτηκε διθυραμβικά σχόλια για το σενάριό του, αλλά πιο επικριτικά για την προσέγγιση του gameplay.
Το δεύτερο μέρος καλείται να βρει πώς να συνεχίσει την πλοκή με ουσιώδεις τρόπους, ενώ παράλληλα επιχειρεί να εξελίξει το gameplay χωρίς να χάσει τα στοιχεία που το έκαναν μοναδικό.
Λοιπόν, για να τα κάνει όλα αυτά, το A Plague Tale: Requiem μεγαλώνει τα πάντα. Αυξάνει τη διάρκειά του, την «ταχύτητα», φέρνει περισσότερους χαρακτήρες, μας βάζει να παίξουμε σε μεγαλύτερα επίπεδα, εισάγει νέα εργαλεία, και παράλληλα παρουσιάζει πιο ουσιώδεις τρόπους ανάπτυξης των ικανοτήτων μας. Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για το ίδιο παιχνίδι, στη βάση του, για παρόμοια εμπειρία δηλαδή, αλλά βελτιωμένη σε πολλά σημεία.
Ας τα πάρουμε όλα με τη σειρά (θα ακολουθήσουν κάποια spoilers για το πρώτο παιχνίδι). Το Requiem συνεχίζει από εκεί που μας άφησε το Innocence, με την Amicia και τον Hugo να ψάχνουν την ηρεμία, να αναζητούν το νέο τους σπίτι μαζί με τη μητέρα τους και τον αλχημιστή, Lucas. Αμέσως είναι προφανής η διαφορετική προσέγγιση του νέου τίτλου: δεν είναι όλα μίζερα συνεχώς.
Λιγότερη μιζέρια αυτή τη φορά
Ξεκινώντας, βλέπουμε μια χαλαρή Amicia να παίζει μαζί με τον μικρό της αδερφό στην εξοχή. Το περιβάλλον είναι, επίσης, πολύ πιο όμορφο αυτήν τη φορά. Αυτά τα στοιχεία εξακολουθούν να υπάρχουν και αργότερα: το Requiem, αν και θα σας καταστρέψει την ψυχή για ακόμα μία φορά, όσο το κάνει αυτό θα δείχνει πανέμορφο.
Θα ταξιδέψετε σε γραφικές τοποθεσίες, σε μεσογειακά νησάκια, σε πολύχρωμα χωριά, θα δείτε υπέροχα αξιοθέατα και θα κάνετε νέους φίλους. Στη συνέχεια, η μιζέρια, ένας εχθρικός κόσμος, τα ποντίκια, η σαπίλα, θα επιστρέψουν και θα σας ταρακουνήσουν διαδοχικά, σε ένα σενάριο που διαρκεί περίπου 15-20 ώρες και σπάνια σε αφήνει να αναπνεύσεις.
Ευτυχώς, όμως, οι δημιουργοί αυτή τη φορά προσφέρουν περισσότερα και καλύτερα ζυγισμένα διαλείμματα και έτσι καταφέρνουν να διατηρήσουν πιο εύκολα την προσοχή και δεν ξεφεύγουν πλήρως προς τη βασανιστική, μακάβρια φύση της πλοκής του παιχνιδιού. Αυτή τη φορά το σενάριο είναι πιο ισορροπημένο.
Αντιμετωπίζοντας το «ludonarrative dissonance»
Η Amicia παραμένει μια υπέροχη πρωταγωνίστρια και, αυτή τη φορά, σε τμήματα που δικαιολογούν από μόνα τους την ύπαρξη του sequel αυτού, βλέπουμε νέες πτυχές της προσωπικότητάς της και γίνεται ξεκάθαρο ότι η περιπέτεια που πέρασε -και που συνεχίζει, φυσικά, να περνά- έχει αντίκτυπο πάνω της.
Η Amicia είναι πληγωμένη, έχει κάνει πράγματα παρά τη θέλησή της και ξέρει ότι μάλλον θα ξανακάνει, είναι πολύ σκληρή, επιβιώνει από δυσκολότερες καταστάσεις, αλλά είναι ταυτόχρονα γλυκιά.
Προσπαθεί να σώσει τον αδερφό της από όλο και πιο βάναυσες επιθέσεις, από όλο και χειρότερες καταστάσεις, αλλά ποτέ δεν αμελεί και την προστασία της παιδικότητάς του -όσο αυτό γίνεται, σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Παίζει μαζί του, παρουσιάζει τα γεγονότα με προσεκτικό τρόπο, είναι πάντοτε ευδιάθετη -φαινομενικά έστω- και πρόσχαρη, αλλά δεν διστάζει να τα βάλει με πάνοπλους στρατιώτες και να τους σκοτώσει βίαια, αν αυτό χρειαστεί.
Ευτυχώς, η Asobo κατανοεί την προσωπικότητα της Amicia και τις προεκτάσεις της, και ασχολείται εκτενώς με το κομμάτι αυτό, προσπαθώντας να αποφύγει το «ludonarrative dissonance», την αντίθεση δηλαδή μεταξύ σεναρίου και gameplay.
Η Amicia σκοτώνει, αλλά (σχεδόν) κάθε φορά που το κάνει εμείς βλέπουμε ότι ήταν αναπόφευκτο και ότι η πράξη αυτή την επηρεάζει βαθιά. Το ίδιο, μάλιστα, ισχύει και για τον Hugo, που αυτή τη φορά είναι πολύ πιο ισχυρός, αφού μπορεί να φέρει τον όλεθρο μέσω του ελέγχου τον ποντικών.
Το A Plague Tale: Requiem προσπαθεί -προς τιμήν του- να αποφύγει την «παγίδα» στην οποία πέφτουν τίτλοι του είδους του και σε γενικές γραμμές τα καταφέρνει καλύτερα από άλλα παιχνίδια που προσπάθησαν κάτι ανάλογο. Ελπίζω να δούμε κι άλλες τέτοιες προσπάθειες στο μέλλον.
Υπέροχη Amicia, βελτιωμένος Hugo
Λοιπόν, η πλοκή του δεύτερου παιχνιδιού της σειράς συνεχίζει σωστά την περιπέτεια των δύο ηρώων, τους εξελίσσει αμφότερους επαρκώς, μας στέλνει σε όμορφες τοποθεσίες για να γνωρίσουμε ενδιαφέροντες χαρακτήρες και, κοιτώντας συνολικά το αποτέλεσμα, πρόκειται για ικανοποιητικό sequel, από την αρχή ως το τέλος του, όσον αφορά στην αφήγηση.
Είναι αστείο όπου πρέπει, συγκινητικό σε πολλές στιγμές, τρομακτικό, απελπιστικό, έντονο, γεμάτο αδρεναλίνη αλλά και «ψυχή». Η Amicia είναι ένας από τους πιο αξιομνημόνευτους χαρακτήρες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια σε βιντεοπαιχνίδι και, ευτυχώς, ο Hugo είναι πολύ πιο αξιοσημείωτος αυτήν τη φορά. Ο κόσμος είναι και πάλι εξαιρετικός, ένας συνδυασμός μεσαιωνικών, ιστορικών στοιχείων και σκοτεινής φαντασίας, που λειτουργεί άψογα.
Πολύ ανανεωμένα γραφικά σε σχέση με το πρώτο A Plague Tale
Το gameplay, πάντως, παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον από το σενάριο, αφού έχει αλλάξει αρκετά. Η πιο προφανής αλλαγή, βέβαια, είναι εκείνη του οπτικού τομέα. Το sequel έχει κάνει μεγάλο άλμα στα γραφικά του, έχει βελτιώσει αισθητά το draw distance, τα εφέ φωτισμού (που είναι και ιδιαίτερα σημαντικά), αξιοποιεί τη δύναμη των νεότερων συστημάτων για να δείξει ταυτόχρονα πολύ μεγαλύτερο αριθμό ποντικιών και τεράστιες καταστροφές σε πραγματικό χρόνο, μεγαλώνει πολύ το μέγεθος των επιπέδων που είναι διαθέσιμα για εξερεύνηση και, στην έκδοση του PS5 έστω, αξιοποιεί κάποια χαρακτηριστικά της κονσόλας με ιδανικό τρόπο.
Ο τρισδιάστατος ήχος «ζωντανεύει» τον κόσμο και βοηθά πάρα πολύ στο stealth, η απτική ανάδραση του DualSense αυξάνει σημαντικά το immersion με δονήσεις όπου βρίσκονται τα ποντίκια, με την αίσθηση της βροχής στα δάχτυλά μας, με τον ήχο της σφεντόνας από το ηχείο, και με πολλές ακόμα εξαιρετικές μεθόδους.
Η παρουσίαση, γενικά, είναι αισθητά βελτιωμένη στο Requiem σε σχέση με τον προκάτοχό του. Θα δείτε πολύ καλοσχεδιασμένα τοπία, βελτιωμένα μοντέλα και animations χαρακτήρων, με εξαιρετική απόδοση της φύσης, με πολλά διαφορετικά δέντρα να κινούνται ρεαλιστικά στον άνεμο, με ικανοποιητικό, πυκνό γρασίδι, θα ακούσετε τον αέρα να περνά από τα φύλλα, θα δείτε σύννεφα στέκονται επιβλητικά πάνω από ανοιχτά τοπία και να σκοτεινιάζουν επιλεκτικά το έδαφος, η ομίχλη είναι παχιά και οι ακτίνες του φωτός περνούν από μέσα της και εντυπωσιάζουν.
Μεγάλη εντύπωση κάνουν τα εφέ της φωτιάς, οι σπίθες που πετάγονται από τις εστίες, ο τρόπος που φωτίζεται ο χώρος αλλά και που εξαπλώνονται οι φλόγες.
Εξαιρετική οπτικοακουστική παρουσίαση, με κάποια «αγκάθια»
Τα καιρικά φαινόμενα είναι ένα από τα highlights, οπτικοακουστικά, ενώ οι ήχοι γενικότερα κλέβουν την παράσταση, είτε πρόκειται για ξύλινους τοίχους που τρίζουν μέσα σε μια καταιγίδα, είτε για πουλιά που κελαηδούν σε ένα ηλιόλουστο τοπίο. Εξαιρετική δουλειά έχει γίνει και στα textures, σε κτίρια, στο έδαφος, στο χώμα, στα δέντρα, αλλά και στα animations -αντικειμένων και χαρακτήρων.
Η Amicia σκαρφαλώνει μαζί με τον Hugo με ρεαλιστικό τρόπο, τον βοηθά να ανέβει πρώτος κι εκείνος γυρνά πίσω να την πιάσει από το χέρι, όταν οι δύο χαρακτήρες κρύβονται πίσω από έναν τοίχο τον πιάνουν με φυσικό τρόπο, αγγίζουν επίσης φυσικά ο ένας την πλάτη του άλλου στο σκοτάδι, πλησιάζοντας το σώμα πολύ κοντά για να βρίσκονται μαζί δίπλα στην εστία φωτός. Υπάρχουν πολλές τέτοιες λεπτομέρειες που κάνουν τους χαρακτήρες να «ζωντανεύουν».
Τέλος, η παρουσίαση των μενού είναι πολύ καλύτερη αυτή τη φορά, πιο όμορφη αλλά και αισθητά βελτιωμένη όσον αφορά στη λειτουργικότητα. Δυστυχώς, δεν είναι όλα ρόδινα, όμως. Στην έκδοση που έπαιξα, πριν από την κυκλοφορία του τίτλου στην αγορά, και με ένα patch ενεργοποιημένο, υπήρχαν κάποια προβλήματα.
Αρχικά, σε PS5 δεν υπάρχει για την ώρα επιλογή για 60 fps. Το A Plague Tale: Requiem σε PlayStation 5 τρέχει επί του παρόντος σε 30 καρέ το δευτερόλεπτο, ενώ σε κάποια σημεία παρατηρούνται έντονες πτώσεις -ιδίως όπου υπάρχουν πολλές φωτιές ή/και ποντίκια. Αν εξαιρέσουμε τις πτώσεις, η επιλογή για ύπαρξη μόνο του mode των 30 καρέ δεν είναι ενοχλητική, ούτε όμως ιδανική -πάντως, η εικόνα είναι πεντακάθαρη και τα εφέ, με τη μηχανή γραφικών της Asobo, δικαιολογούν τον χαμηλότερο ρυθμό καρέ.
Ακόμα, σημειώνονται κάποια bugs: κυρίως, έχουν να κάνουν με τη συμπεριφορά των χαρακτήρων που μας ακολουθούν, οι οποίοι «κολλάνε» σε τοίχους ή σταματούν να κινούνται για κάποιον άλλον λόγο και αναγκαζόμαστε να κάνουμε restart από checkpoint (τα checkpoints είναι πολύ συχνά).
Για να τελειώσουμε με ό,τι αφορά την παρουσίαση, να σας πω ότι οι ηθοποιοί είναι για άλλη μια φορά θαυμάσιοι (είτε παίξουμε στα Αγγλικά είτε στα Γαλλικά) και η μουσική απόλυτα ταιριαστή σε κάθε σημείο, γεμάτη με εντυπωσιακές μελωδίες. Πιθανότατα, πάντως, περιμένουμε να δούμε patches με διορθώσεις για τα προβλήματα, μετά την επίσημη κυκλοφορία του τίτλου.
A Plague Tale: Requiem: Σημαντική βελτίωση του stealth
Το A Plague Tale: Requiem εξακολουθεί να βασίζεται, όπως και το Innocence, στο stealth. Δεν έχει γίνει παιχνίδι δράσης, σε καμία περίπτωση, κι ας είναι αυτή τη φορά και οι δύο πρωταγωνιστές πιο σκληροί και πιο αποδοτικοί σε στιγμές κινδύνου. Στο πρώτο παιχνίδι προσπαθούσαν να γλιτώσουν συνεχώς, να τρέξουν, να κρυφτούν, στο δεύτερο σκοτώνουν περισσότερο, είναι πιο επιθετικοί, έχουν περισσότερο μίσος μέσα τους για ό,τι αναγκάζονται να περάσουν (κι εμείς μαζί τους) αλλά το gameplay παραμένει παρόμοιου ύφους, με βασικό κορμό το stealth.
Ευτυχώς, πλέον μιλάμε για πραγματικό stealth και όχι για μικρά επίπεδα, για διαδρόμους, όπου πρέπει να ξεφύγουμε από κάποιους εχθρούς. Εδώ, τα επίπεδα είναι μεγαλύτερα, γεμάτα με κτίρια, με χόρτα για να κρυφτούμε, με σημεία για να στήσουμε παγίδες, με φωτιές, ποντίκια, στρατιώτες και διάφορους συνδυασμούς όλων αυτών.
Εκτός από κάποια πολύ αξιομνημόνευτα set pieces, θα χρειαστεί να παίξουμε και πιο απλά κομμάτια όπου απλώς πρέπει να πάμε από το ένα σημείο στο άλλο χωρίς να πεθάνουμε. Η Asobo γνωρίζει καλύτερα τι κάνει τώρα και έτσι δεν επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη: για παράδειγμα, η Amicia δεν πεθαίνει με ένα χτύπημα αυτήν τη φορά.
Έτσι, αν μας εντοπίσει ένας εχθρός και μας χτυπήσει, μπορούμε να τρέξουμε και να ξανακρυφτούμε -και να μας χάσουν οι αντίπαλοι από το «ραντάρ» τους. Επίσης, μπορούμε να αντεπιτεθούμε κι εμείς όταν μας πλησιάσει ένας εχθρός και να τον ζαλίσουμε για λίγη ώρα ώστε να ξεφύγουμε, ενώ υπάρχουν και μαχαίρια (δεν είναι άπειρα, μάλιστα είναι λίγα) που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για stealth kill ή για να σκοτώσουμε έναν εχθρό όταν μας δει και μας πιάσει (τα ίδια μαχαίρια ανοίγουν και κάποια κρυμμένα μπαούλα με «καλούδια»).
Τι νέα στοιχεία εισάγει το A Plague Tale: Requiem
Παράλληλα, υπάρχουν κάποια ακόμα νέα στοιχεία: έχουμε τα κλασικά αντικείμενα, τη σφεντόνα, τις πέτρες που ρίχνουμε με το χέρι (πλέον είναι, ευτυχώς, άπειρες), μπορούμε να ρίξουμε φωτιά για να ανάψουμε πυρσούς, μπορούμε να σβήσουμε φωτιές από απόσταση, αλλά μπορούμε και να γεμίσουμε τους εχθρούς ή το περιβάλλον με ένα εύφλεκτο υλικό και έπειτα να το ανάψουμε.
Ακόμα, υπάρχει ένα τόξο, το οποίο σκοτώνει τους εχθρούς με ένα μόλις βέλος και χρησιμοποιείται και σε περιβαλλοντικούς γρίφους. Όλα αυτά τα νέα εργαλεία αλλάζουν επαρκώς την προσέγγιση στη μάχη και στους γρίφους (που είναι, επίσης, βελτιωμένοι) και πλέον έχουμε πολύ περισσότερους τρόπους να αντιμετωπίσουμε τους στρατιώτες, τα ποντίκια, αλλά και να αξιοποιήσουμε τον περίγυρό μας, με αποτέλεσμα να μην γίνεται επαναλαμβανόμενο το gameplay σε καμία πτυχή του.
Ευτυχώς, δεν υπάρχουν πολλά bosses, ούτε πολλές αχρείαστες μάχες -εκτός κάποιων εξαιρέσεων- και, σε γενικές γραμμές, οι δραστηριότητες είναι ιδανικά σχεδιασμένες. Παραμένει η γραμμικότητα του πρώτου τίτλου, πάντως, παρά την αύξηση του μεγέθους των επιπέδων, ενώ υπάρχει και ένα πιο ανοιχτό μέρος, το οποίο έχει σχεδιαστεί εξαιρετικά και προσφέρει χορταστική εξερεύνηση με ουσία, χωρίς markers, με αρκετά μυστικά και lore για να ανακαλύψουμε, σε μια πανέμορφη τοποθεσία.
Οι μάχες και το stealth δεν αποτελούν πολύ μεγάλη πρόκληση, ούτε πρόκειται για πανεύκολα τμήματα όμως. Γενικά, τα πυρομαχικά είναι επαρκή ώστε να μην ξεμένουμε, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις το stealth έχει την αίσθηση της απελπισίας, νιώθουμε δηλαδή ότι προσπαθούμε απλώς να φτάσουμε παρακάτω, με κάθε μέσο, ακόμα και ίσα-ίσα, τρέχοντας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Asobo εισάγει στο Requiem ένα εύστοχα σχεδιασμένο skill tree. Υπάρχουν ακόμα οι αναβαθμίσεις των όπλων μας στα workbenches, που είναι όλες πολύ χρήσιμες και πραγματικά δεν ξέρουμε ποια να πρωτοδιαλέξουμε, αλλά υπάρχει και ένα δεύτερο skill tree για την Amicia, του οποίου το περιεχόμενο ξεκλειδώνεται μόνο του, ανάλογα με το πώς παίζουμε.
Αν βασιζόμαστε κυρίως στο stealth, ας πούμε, παίρνουμε πόντους στο παρακλάδι του skill tree (δεν είναι tree, απλές μπάρες είναι, αλλά ΟΚ) που αφορά το stealth και αποκτούμε έτσι κάποιες σημαντικές νέες ικανότητες -το ίδιο ισχύει, για παράδειγμα, αν παίζουμε πιο επιθετικά. Πρόκειται για μια εξαιρετική προσθήκη, που οδηγεί σε κάπως εξατομικευμένη πρόοδο.
Επιπλέον, νέες προσθήκες βλέπουμε μέσω της εισαγωγής καινούργιων χαρακτήρων, των οποίων οι ξεχωριστές ιδιότητες αξιοποιούνται στις μάχες, την εξερεύνηση και τους γρίφους, πάντα με ενδιαφέροντες και διασκεδαστικούς τρόπους.
Οι δυνάμεις του Hugo
Στο stealth, επίσης, βλέπουμε βελτιωμένες συμπεριφορές εχθρών που, αν και δεν πρόκειται για τεχνολογία αιχμής, οι ΑΙ παρουσιάζουν κάποιες διασκεδαστικές πινελιές (πχ, αν ρίξουμε μια πέτρα κάπου και δίπλα βρίσκονται δύο στρατιώτες, θα πάει να τσεκάρει ο πιο ισχυρός από τους δύο, ενώ αν ξαναρίξουμε πέτρα, μπορεί να πει κάποιος «πάλι; δεύτερη φορά ο ίδιος ήχος; κάτι συμβαίνει σίγουρα»).
Μεγαλύτερη βελτίωση, πάντως, βλέπουμε στον τρόπο που αξιοποιούνται οι δυνάμεις του Hugo: μπορεί να μας «δανείζει» τη δυνατότητα να βλέπουμε τα περιγράμματα των εχθρών από απόσταση και μέσα από τοίχους, αλλά, επίσης, ελέγχει τα ποντίκια για περιορισμένο χρονικό διάστημα (και μακριά από τα φώτα, βέβαια) για να τα βάλει να σκοτώσουν εχθρούς ή να ανοίξουν δρόμο μπροστά μας για να περάσουμε χωρίς κίνδυνο. Αυτή τη φορά, ελέγχουμε τα ποντίκια σε πρώτο πρόσωπο και τα κουνάμε απευθείας, με πολύ ικανοποιητικό αποτέλεσμα.
Τέλος, καλύτερο είναι αυτή τη φορά και το crafting, με πιο εύχρηστα μενού που επιτρέπουν να δημιουργούμε ό,τι θέλουμε εύκολα και γρήγορα, χωρίς να πατάμε πολλά πλήκτρα. Οι μάχες, όπου προκύπτουν, εκμεταλλεύονται όλες τις νέες προσθήκες, εισάγουν κάποιους ξεχωριστούς τύπους εχθρών και παγίδες στο περιβάλλον, και τελικά είναι στρατηγικές, αργές και ταιριαστές στο ύφος και την πλοκή.
Αισθητά βελτιωμένο, ουσιώδες sequel
Συνολικά, λοιπόν, το gameplay του A Plague Tale: Requiem είναι πολύ βελτιωμένο σε σχέση με εκείνο του προκατόχου του, με αρκετές και σημαντικές νέες προσθήκες και με πολλές αλλαγές που κάνουν τη διαδικασία πιο διασκεδαστική. Αν πρέπει να κατηγορήσουμε για κάτι το gameplay, αυτό θα είναι η κάπως προβλέψιμη δομή του: πολύ συχνά, πριν παίξουμε ένα κομμάτι, μπορούμε να φανταστούμε τι ακριβώς θα περιλαμβάνει αυτό -αν και, ευτυχώς, υπάρχουν κάποιες εκπλήξεις.
Επίσης, υπάρχουν μερικές αχρείαστες μάχες που παραείναι μεγάλες σε διάρκεια και μας βάζουν να αντιμετωπίσουμε πολλούς εχθρούς, με αποτέλεσμα να τρέχουμε γύρω-γύρω μέχρι να κάνουν respawn τα βέλη για να σκοτώσουμε έναν-έναν τους εχθρούς -έτσι, σε αυτά τα σημεία, πλήττεται το immersion και να πάνε χαμένα τα τόσα αξιόλογα συστήματα του gameplay.
Τελικά, το A Plague Tale: Requiem είναι ένα ουσιώδες sequel, μια αξιόλογη συνέχεια για έναν εξαιρετικό τίτλο. Βελτιώνει το gameplay σε κάθε πτυχή του, εισάγει νέους μηχανισμούς που έχουν ενδιαφέρον, αλλά καταφέρνει και να συνεχίσει την ιστορία με πετυχημένο τρόπο, με σωστό ύφος και συναρπαστικά γεγονότα, αλλά και την απαραίτητη εξέλιξη των χαρακτήρων. Ένα απαραίτητο δεύτερο μέρος, που δείχνει τον δρόμο για το είδος του σε κάποια σημεία και, όπως και να ‘χει, είναι αξιομνημόνευτο από την αρχή ως το τέλος του.

Δοκιμάστηκε σε: PS5
Εταιρεία Ανάπτυξης: Asobo Studio
Εκδότρια Εταιρεία: Focus Entertainment
Διανομή: AVE
Είδος: Action-adventure, stealth
Ηλικίες: 18+
Ημ/νία Κυκλοφορίας: 18 Οκτωβρίου 2022
Official website: link
Το παιχνίδι μάς παραχωρήθηκε από την εκδότρια εταιρεία για τις ανάγκες του review.
1 σχόλιο
Πολύ καλό και αναλυτικό review! Χαίρομαι που η Asobo συνεχίζει δυναμικά και με το sequel.