Το Prey έρχεται στο Disney+ να μας θυμίσει τους λόγους που αγαπήσαμε τον «Κυνηγό» πριν 35 χρόνια.
Ο Κυνηγός του Schwarzenegger
Η δεκαετία του ’80 έδωσε στο σινεμά μερικές αδιαμφισβήτητα κλασικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας, ορίζοντας όχι μόνο το είδος, αλλά και το σινεμά γενικότερα. Έργα όπως το “The Thing” του John Carpenter, τα “Alien” (τέλη ’70) και “Aliens” των Ridley Scott/James Cameron, το “The Terminator”, επίσης του Cameron, το “Robocop” του Paul Verhoeven, όλα έδωσαν χαρακτήρα στο σινεμά αυτής της δεκαετίας και ταυτόχρονα γέννησαν τεράστια franchises.
Ένα από αυτά ήταν το “Predator” (προφέρεται «πρέντατορ» και όχι «πριντέιτορ») του John McTiernan (ναι, ο ίδιος έκανε και το “Die Hard”). Με ένα concept από… θρίλερ, πολεμική περιπέτεια, μυστήριο και εν τέλει… εξωγήινους, το έπος του McTiernan δούλεψε με μαεστρία όσα στοιχεία ήταν στο peak τους εκείνη την εποχή και έφερε τον τότε ΑΑΑ σταρ του Hollywood, Arnold Schwarzenegger, να υποδυθεί τον Ταγ/χη, Dutch, ίσως στον πιο ταιριαστό του ρόλο.
–Ακολουθούν SPOILERS για το Predator του 1987–
Ο Dutch θα οδηγήσει μια ομάδα Ειδικών Δυνάμεων στις ζούγκλες της Νοτίου Αμερικής για να ανακαλύψουν τι απέγινε το πλήρωμα ενός ελικοπτέρου που έπεσε εκεί. Έτσι του λέει τουλάχιστον ο Dillon «Γιουσάναφαμπιτς», φιλαράκι του Dutch και πράκτορας της CIA, ο οποίος κρύβει τις πραγματικές προθέσεις του για να ενταθεί το μυστήριο.
Κι εκεί που οι fans των πολεμικών ταινιών της εποχής απολαμβάνουν τον Schwarzenegger να κάνει και πάλι τον “Commando”, η φάση «στραβώνει» γιατί σκάει… «Ο Κυνηγός». Πρόκειται για έναν πολεμοχαρή εξωγήινο με τεχνολογία που κάνει τα όπλα των ανθρώπων να μοιάζουν με Play-Doh, ο οποίος θα προσπαθήσει να πάρει κομμάτια των στρατιωτών ως τρόπαια.
Η αδρεναλίνη βαράει κόκκινο για πολλούς λόγους, που δουλεύουν καλά και στη νέα ταινία, κάτι που δίνει αξία σε αυτήν την μίνι-ανάλυση που κάνουμε εξ αναδρομής στην ταινία του 1987. Το setting της ζούγκλας δίνει χαρακτήρα στην ταινία, τα όπλα του Κυνηγού είναι τόσο απολαυστικά όσο τα gadgets του Batman και ο Schwarzenegger γίνεται ο απόλυτος «επιζών», παλεύοντας με ένα φαινομενικά άτρωτο θηρίο, που έχει βρει νέους τρόπους για να ανακαλύπτει και να καταδιώκει το θήραμά του.
Αναφέροντας τα παραπάνω, σαφώς αποσκοπώ στην αντιστοίχιση με τη νέα ταινία, όμως ήταν και μια μοναδική ευκαιρία να φέρω ξανά στο φως μία από τις καλύτερες ταινίες sci-fi όλων των εποχών και προσωπική αγαπημένη, με την οποία έχω μεγαλώσει, παρακολουθώντας την από ηλικίες που σίγουρα δεν έπρεπε. Εάν ο Schwarzenegger ήταν ο Beethoven της παιδικής μου ηλικίας, ο Κυνηγός ήταν σίγουρα η 5η Συμφωνία του.
Η κληρονομιά του “Predator”
Τα ρίγη που προκάλεσε η ταινία του 1987 δεν ήρθαν ποτέ ξανά για τη σειρά. Για την ακρίβεια, είχαμε στο franchise διάφορες απέλπιδες προσπάθειες, που ξεκίνησαν με ένα παντελώς άστοχο sequel. Η μεταφορά του Κυνηγού σε αστικό περιβάλλον δεν ήταν εντελώς χάλια, όπως επίσης μάθαμε περισσότερα και για τον κόσμο αυτού του πλάσματος, όμως η απουσία του Schwarzenegger ήταν αυτοκτονική, ενώ δεν μπόρεσε φυσικά να μεταφερθεί ο ίδιος αέρας μυστηρίου ή μια εξίσου απολαυστική δομή.
Μετά το “Predator 2” του 1990, αργήσαμε να δούμε ξανά ταινία με τον Κυνηγό. Η 20th Century Fox δεν έμεινε άπραγη όμως. Ένωσε τον Κυνηγό με τα Aliens για να βγάλει κόμικ και βιντεοπαιχνίδια, ενώ έφτιαξε και δύο ταινίες τελικά, που ήταν η μία χειρότερη από την άλλη. Οκ, ίσως η πρώτη να προσφέρει κάποιο fan service, που να την καθιστά στην κατηγορία «βλέπεται», όμως η δεύτερη σίγουρα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χειρότερες στιγμές του franchise.
Από το 1990 μέχρι το 2004 (από το Predator 2 μέχρι το Alien vs. Predator) είχαμε το μεγαλύτερο κενό για το franchise, καθώς μετά το 2007 που βγήκε το αποτρόπαιο sequel, για κάποιον λόγο, η εταιρεία παραγωγής είχε μια σχετικά καλή ιδέα για τη συνέχεια, που… δεν πήγε κι άσχημα. Το “Predators” του 2010 ήρθε με ένα all-star cast που θύμισε αρκετά την πρώτη ταινία, χρησιμοποιώντας κατάφωρα στοιχεία της, αλλά διαφοροποιήθηκε κιόλας αρκούντως.
Το “The Predator” του 2018 δεν αξιώθηκα να το δω ακόμη κι έτσι θα το αφήσω στην τύχη του, εκεί κάτω στο iMDB, δίπλα στον πάτο με το AVP – Requiem.
Όλα αυτά μπορείτε να τα δείτε και στο Disney+, καθώς υπάρχει συλλογή «Κυνηγός», όπως επίσης υπάρχει και για τα “Alien”.
Αν ενδιαφέρεστε για παιχνίδια, να πούμε ότι το 1994 ο Κυνηγός συνεπήρε τη βιομηχανία με το Alien vs. Predator στο Atari Jaguar, ένα από τα καλύτερα δείγματα μεταφοράς ταινίας σε βιντεοπαιχνίδι (έστω «βασισμένο σε»), ακόμα και μέχρι σήμερα, ενώ πιο πρόσφατα είχαμε μια μέτρια προσπάθεια για asymmetrical multiplayer, κάτι που θα έλεγε κανείς πως θα ταίριαζε γάντι, αφού ο ένας χρήστης αναλαμβάνει τον ρόλο του Κυνηγού κι οι υπόλοιποι την ομάδα στρατιωτών που προσπαθούν να τον εξοντώσουν. Το παιχνίδι κυκλοφόρησε για PC και PlayStation 4 το 2020, ονομάζεται Predator: Hunting Grounds και ήταν κάπως απογοητευτικό. Αν κάποιος θέλει ντε και καλά κάτι σε single player, προτείνουμε την bonus mission που υπάρχει στο Tom Clancy’s Ghost Recon Wildlands. Πιάνει καλύτερα το ύφος της αρχικής ταινίας.
–ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ SPOILERS ΓΙΑ ΤΟ PREY, ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΤΕ–
Τι σχέση έχουν μωρέ οι Ινδιάνοι με τον Κυνηγό;
Μην είσαι αδαής. Ο Κυνηγός δεν είναι ο Schwarzenegger. Αν μη τι άλλο, κάτσε σκέψου λίγο ότι η εταιρεία παραγωγής προσπαθεί εδώ και 35 χρόνια να επαναλάβει την επιτυχία της πρώτης ταινίας και δεν τη βλέπει ούτε με κιάλια. Έχουν φέρει τρομερούς ηθοποιούς, έχουν αλλάξει το setting, έχουν επαναφέρει το setting της ζούγκλας (μπας και ήταν αυτό το ζητούμενο), έχουν δοκιμάσει να εμβαθύνουν στο lore των ίδιων των εξωγήινων… Τίποτα δεν συγκρίνεται όμως με την ταινία του McTiernan. Χρειάζεται κάτι πιο αγνό, πιο πρωτότυπο, πιο ακατέργαστο…
Το «Θήραμα / Prey» έσκασε από το πουθενά να μας πει ότι θα κάνει κάτι διαφορετικό. Δεν βγήκε σινεμά, ήρθε κατευθείαν στη συνδρομητική τηλεόραση να προσπαθήσει να κάνει κάτι νέο. To Disney+ πιάνει τα λεφτά του και εγώ βλέπω τη νέα ταινία ενός τέτοιου franchise από την πρώτη ημέρα κυκλοφορίας της στη σαλονάρα μου αραχτός. Life is good. Επίσης… πόσο έχει αλλάξει η βιομηχανία της ψυχαγωγίας πια…
Ένας παραπάνω λόγος λοιπόν να χαρώ που βλέπω την καλύτερη ταινία «Κυνηγός», μετά την πρώτη.
Πώς γίνεται αυτό; Κι όμως, κάποιοι θα μπορούσαν να πουν ότι το Prey είναι ίσως στα σημεία ακόμη καλύτερο κι από την αρχική (όχι εγώ, εγώ είμαι biased). Εκεί που θα περίμενα να δω κάτι φθηνό, σε στιλ «τηλεταινία», απομίμηση, παίρνω μια περιπέτεια με σασπένς, πρωτότυπο setting και ενδιαφέρουσες ιδέες, που επιτέλους προσπαθεί να απογαλακτιστεί, ζυμώνοντας τα στοιχεία, που χαρακτηρίζουν το franchise, καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια στο παρελθόν.
Η νέα ταινία της σειράς έχει για πρωταγωνίστρια μια νεαρή Ινδιάνα της φυλής των Κομάντσι, 300 χρόνια στο παρελθόν, η οποία θα προσπαθήσει να κυνηγήσει το υπέρτατο θήραμα. Ή τέλος πάντων να μην γίνει η ίδια το θήραμα του υπέρτατου κυνηγού στο σύμπαν. Παράλληλα, είναι η πρώτη επίσκεψη Κυνηγού στον πλανήτη μας, οπότε λειτουργεί ως prequel, χωρίς όμως αυτό να έχει ιδιαίτερη σημασία σεναριακώς.
Αυτό που έχει σημασία είναι η απόσταξη του σκηνοθέτη Dan Trachtenberg. ο οποίος έχει σκηνοθετήσει το πρώτο επεισόδιο του εκρηκτικού “The Boys”, το επεισόδιο “Playtest” από το “Black Mirror”, αλλά κυρίως το πολύ ξεχωριστό “10 Cloverfield Lane”. O Trachtenberg δουλεύει εξαιρετικά τις εικόνες του, καθώς παίζει με την αγνή αμερικανική ύπαιθρο, πλάθοντας το φως. Η όχι και τόσο χαρισματική, αλλά ικανή πρωταγωνίστρια, Amber Midthunder, χρησιμοποιεί περισσότερο τις σωματικές της ικανότητες από την υποκριτική της για να διαπρέψει ως μέσο για τον θεατή, που θέλει να απολαύσει τον Κυνηγό. Το σκυλί της, αλλά και το τσεκούρι της θα παίξουν ίσως σημαντικότερο ρόλο από την υπόλοιπη φυλή της, με μοναδική εξαίρεση τον αδερφό της. Αυτό όμως δεν ενοχλεί. Άλλωστε δεν θέλουμε να μονοπωλήσει η φυλή.
Ο Κυνηγός παρουσιάζεται πραγματικά απειλητικός και άτρωτος, όπως ήταν τότε, το 1987, ενώ παράλληλα παίρνουμε νέες ιδέες για τις σκηνές δράσης, με λεπτομέρειες που θα λατρέψουν οι φαν και όχι μόνο. Ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο παρελθόν, ενώ παράλληλα δίνει και νέα στοιχεία για αυτό το πλάσμα, απλά θα πούμε ότι έχει ενδιαφέρον η συγκεκριμένη οπτική, του πρώτου δηλαδή Κυνηγού στη Γη.
If it bleeds, we can kill it
Αυτό που κάνει επιτυχημένο το Prey, δεν είναι μόνο ότι είναι εξαιρετικά γυρισμένο, αλλά είναι η ενέργεια που αναβλύζει, καθώς δίνει νέες ιδέες, ενώ στηρίζεται στην κλασική φόρμουλα της σειράς. Η μουσική της Sarah Schachner, που απολαύσαμε στο soundtrack του Assassin’s Creed Valhalla, στο Unity, στο Call of Duty: Modern Warfare (2019) και σε άλλα, έρχεται να κουμπώσει στις σκηνές δέους, αγωνίας και τρόμου με περισσή ευκολία.
Αν πετυχαίνει κάπου διάνα η νέα ταινία είναι στο ότι έχουμε μια προσέγγιση “back to the roots”, που αυτήν τη φορά όμως λειτουργεί. Παίρνει τα ουσιαστικά στοιχεία της πρώτης ταινίας και όχι τα επιφανειακά, δηλαδή παρουσιάζει τον Κυνηγό όπως πρέπει, δίνει μυστήριο εκεί που πρέπει, στοχεύει σωστά στην έννοια του ίδιου το κυνηγητού ανάμεσα στον κυνηγό και το θήραμα. Το πάναπλο setting διαφοροποιείται πολύ σε σχέση με τις ζούγκλες κι όμως δίνει αντίστοιχες ευκαιρίες για σασπένς αλλά και για χαρακτήρα. Οι γνώριμοι ήχοι κροταλίσματος, τα όπλα και η κινησιολογία είναι το κερασάκι στην τούρτα.
Το Prey επιτέλους προσπάθησε να κοιτάξει κάπου αλλού για να βρει έμπνευση. Είναι μια ανέλπιστα καλή προσθήκη σε μια σειρά που πάντα γυρόφερνε στη μετριότητα και παρ’ ό,τι δεν στοχεύει στο να φέρει κάποιο βραβείο ή κάτι τέτοιο, δίνει όλα τα στοιχεία που αποζητά ο φαν της σειράς: έναν απειλητικό Κυνηγό, μια δυναμική πρωταγωνίστρια, ένα setting που γοητεύει και αρκετές λεπτομέρειες για να μας κάνει να το σκεφτόμαστε. Α ναι, και όμορφες «σπλατεριές». Τι άλλο να ζητήσει κάποιος;