Με το Μην Ανοίγεις την Πόρτα, την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία τους, οι Unboxholics προσπαθούν να εφαρμόσουν όσα έχουν μάθει τόσο καιρό, για να φτιάξουν μια ολοκληρωμένη ιστορία τρόμου.
Το Μην Ανοίγεις την Πόρτα δοκιμάζει πολλά, αλλά δεν τα καταφέρνει παντού. Με ένα ανατριχιαστικό soundtrack, με όμορφα πλάνα σε ένα σκοτεινό δάσος και με μια κλειστοφοβική καλύβα, θέλει να κάνει βουτιά στον ψυχολογικό τρόμο.
Τελικά, η ταινία Μην Ανοίγεις την Πόρτα πέφτει σε πολλές παγίδες και έχει ελαττώματα που δεν συγχωρούνται εξίσου εύκολα στον κινηματογράφο, όσο θα τα προσπερνούσαμε αν τη βλέπαμε στο YouTube.
Το σενάριο της ταινίας Μην Ανοίγεις την Πόρτα
Πρόκειται για ένα πολύ απλό σενάριο: μια γυναίκα έχει πάει με ερευνητική ομάδα σε ένα δάσος, σε κάποιο βουνό, και αργότερα μένει μόνη της, όταν εμφανίζεται μια μυστηριώδης φιγούρα (δεν τη βλέπουμε, αυτά τα μαθαίνουμε μέσω του διαλόγου, όταν φτάνει έντρομη στο σπίτι του άλλου πρωταγωνιστή).
Περνά το βράδυ στο σπίτι που βρίσκεται εκεί κοντά και μετά προσπαθεί, μαζί με τον τύπο που γνωρίζει εκεί, να καταλάβει τι συνέβη. Τους δύο ρόλους παίζουν οι Φωτεινή Λεβογιάννη και Σάκης Καρπάς.
Η μουσική τραβά το ενδιαφέρον αμέσως
Αυτό που κάνει αμέσως εντύπωση είναι η μουσική: επιβλητικές μελωδίες, κολασμένα βιολιά, βαριές νότες ντύνουν τα ανατριχιαστικά όμορφα τοπία. Η μουσική είναι πετυχημένη μεν, αλλά δεν συμβαδίζει με το σενάριο.
Πετυχημένη είναι κυρίως μεμονωμένα, ως ξεχωριστός ήχος που στοχεύει στην πρόκληση φόβου, στο χτίσιμο μιας εφιαλτικής ατμόσφαιρας.
Πετυχημένη είναι στην αρχή της ταινίας, όταν δεν έχουμε ακόμη παρακολουθήσει το σενάριο. Στη συνέχεια φαίνεται ξεκάθαρα μια μεγάλη αντίθεση: η μουσική υπόσχεται, από την πρώτη σκηνή κιόλας, μια βουτιά στον εφιάλτη που ποτέ δεν κάνουμε πραγματικά.
Από τη μουσική προετοιμαζόμαστε για κάτι βλοσυρό, για μια ταινία που θα μπει κάτω από τα νύχια μας και θα μας τρομάξει βαθιά, κάτι που τελικά δεν συμβαίνει, αφού δεν παρουσιάζονται εικόνες εφάμιλλου σκότους με αυτές που σχηματίζει το soundtrack.
Εξαιρετικό, πάντως, το βασικό theme της Kid Moxie για την ταινία -ως ξεχωριστό άκουσμα, αλλά και ως συνοδευτικό για το σενάριο.
Η αφήγηση βασίζεται υπερβολικά σε exposition
Τώρα, η πλοκή, δυστυχώς, δεν ικανοποιεί. Είναι μεν πολύ απλή, αλλά αυτό δεν είναι πρόβλημα από μόνο του. Προβλήματα υπάρχουν σε άλλα σημεία.
Βασικό θέμα δημιουργείται στη ροή: διάλογοι γεμάτοι με exposition ξεκινούν από το πουθενά, όχι επειδή πρόκειται για λέξεις που πρέπει να ειπωθούν μεταξύ των χαρακτήρων, αλλά επειδή η ταινία θέλει να μας εξηγήσει τι συμβαίνει και δεν έχει άλλον τρόπο για να το κάνει.
Οι χαρακτήρες έρχονται αντιμέτωποι με εντελώς αλλόκοτα γεγονότα, αλλά ξεσκονίζουν τους ώμους τους και πάνε για ύπνο χαλαρά, πριν, ξαφνικά, αρχίσουν να εξηγούν τι ακριβώς έγινε, σχεδόν μιλώντας απευθείας σε εμάς, τους θεατές, με διάλογο που δεν πείθει.
Επίσης, το setting, αν και όμορφο, δεν βγάζει πολύ νόημα. Ακούμε για ένα «μαύρο δάσος», για βιολόγους που ερευνούν την περιοχή, αλλά δεν βλέπουμε κάτι ιδιαίτερο μπροστά μας, εκτός από δέντρα το βράδυ σε πολύ σκοτεινά πλάνα.
Επιπλέον, ο πρωταγωνιστής, όπως μαθαίνουμε, έχει πάει στην καλύβα του, η οποία βρίσκεται δύο ημέρες μακριά από το κοντινότερο χωρίο. Ωστόσο, δεν έχει μαζί του τηλέφωνο, ούτε όχημα -έρχεται μόνο ένας γνωστός του πού και πού και του φέρνει προμήθειες που έχει ζητήσει. Πώς ενημερώνει τον γνωστό του για να του φέρει ό,τι ακριβώς χρειάζεται; Δεν γνωρίζω.
Ακόμα, μαθαίνουμε ότι ο πρωταγωνιστής κυνηγά ζώα για να φάει, αλλά δεν βλέπουμε ποτέ όπλα -όταν πάει στο δάσος το βράδυ, ενώ συμβαίνουν αλλόκοτα πράγματα, κρατά στο χέρι του τσεκούρι και όχι καραμπίνα.
Μπορεί να είναι απλώς λεπτομέρειες αυτά, όμως τέτοιου τύπου πινελιές βοηθούν στο χτίσιμο ενός σεναρίου χωρίς λέξεις και υπερβολικό exposition. Εδώ δεν συμβαίνει αυτό, αλλά έχουμε μια απλοϊκή αποτύπωση ενός χαρακτήρα που ζει στα βουνά και κόβει συνεχώς ξύλα στη μέση του πουθενά, χωρίς να έχει φροντίσει για τα εντελώς βασικά της διαβίωσής του. Μπορώ να δεχτώ ότι το σενάριο κάπως πάει να δικαιολογήσει αυτές τις παραλείψεις, αλλά όχι ότι τα καταφέρνει επαρκώς.
Τώρα, στο βασικό σκέλος της αφήγησης: με επαναλαμβανόμενες σκηνές, που τραβούν τη διάρκεια μιας -ιδανικά- μικρού ή μεσαίου μήκους ταινίας για να την κάνουν μεγάλου, στήνεται μια πλοκή που βασίζεται σε αρκετά κλισέ του είδους, ειδικά στα πιο έντονα κομμάτια της.
Συνδέσεις με βιντεοπαιχνίδια, πάντως, δεν υπάρχουν -παρόλο που κάτι τέτοιο έχει γραφτεί εδώ κι εκεί. Αν αυτή η ταινία έχει σχέση με βιντεοπαιχνίδια, τότε θα πρέπει να έχουν όλες οι ταινίες του στιλ αυτού, καθώς δεν υπάρχει κάποιος ξεχωριστός τρόπος με τον οποίον να συνδέεται το Μην Ανοίγεις την Πόρτα με το gaming.
Φυσικά, τα βιντεοπαιχνίδια τρόμου έχουν δανειστεί αρκετά στοιχεία από το σινεμά του είδους, άρα είναι εύκολο να δούμε συνδέσεις, οι οποίες, ωστόσο, δεν φαίνεται να έχουν σχεδιαστεί ως τέτοιες.
Πώς προσπαθεί το Μην Ανοίγεις την Πόρτα να μας τρομάξει
Οι δημιουργοί (τα αδέλφια Σάκης και Αλέξανδρος Καρπάς υπογράφουν το σενάριο και τη σκηνοθεσία) επέλεξαν να κινηθούν σε λημέρια ψυχολογικού τρόμου, να προσπαθήσουν να φτιάξουν μια πλοκή που να ξεφεύγει από μια απλή ταινία με δολοφόνους και βία.
Προσπαθούν να ξεδιπλώσουν την προσωπικότητα, το τραύμα, το παρελθόν των χαρακτήρων μέσω του τρόμου, να μας αγγίξουν σε ένα βαθύτερο επίπεδο, σε ένα που σχετίζεται με τις τύψεις, μεταξύ άλλων, όμως δεν έχουν να παρουσιάσουν κάτι νέο εδώ.
Με χιλιοειπωμένα κόλπα επιχειρούν να αφηγηθούν μια επίσης χιλιοειπωμένη ιστορία και, δυστυχώς, ακόμα κι αν αφήσουμε στην άκρη τη έλλειψη πρωτοτυπίας, η υλοποίηση δεν είναι ικανοποιητική.
Φταίει το συνεχές exposition, φταίνε και: ο διάλογος που δεν καταφέρνει να μεταδώσει όσα θέλει το σενάριο, η αργόσυρτη εξέλιξη των γεγονότων, η επανάληψή τους, η μηδενική ανάπτυξη των χαρακτήρων, η απουσία συγκεκριμένων χαρακτηριστικών για το υπόβαθρο, οι τρύπες στο σενάριο.
Οι δημιουργοί δεν είναι σε θέση, για την ώρα, να διαχειριστούν σωστά τέτοιου τύπου υλικό και μάλλον θα ήταν προτιμότερο να φτιάξουν μια ταινία που δεν θα παίρνει τόσο στα σοβαρά τον εαυτό της και θα στοχεύει περισσότερο στη διασκέδαση, παρά στο να «έχει κάτι να πει».
Πώς παίζουν οι ηθοποιοί
Επίσης, οι ερμηνείες έχουν ένα παράξενο πρόβλημα: η πρωταγωνίστρια παίζει αξιόλογα, αν και ο διάλογος δεν τη βοηθά πάντα, όμως ο πρωταγωνιστής κάνει συνεχώς ξεκάθαρο ότι δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός, ότι δεν έχει ερμηνευτική εμπειρία τέτοιων απαιτήσεων.
Έτσι, προκύπτει κι εδώ μια αντίθεση: η σημαντικά ανώτερου επιπέδου ερμηνεία της πρωταγωνίστριας κάνει την προσπάθεια του πρωταγωνιστή να ξεχωρίζει, να φαίνεται πολύ, πολύ υποδεέστερη. Ενδεχομένως θα ήταν καλύτερα (αν όχι να παίζουν δύο επαγγελματίες) να παίζουν δύο παρόμοιου επιπέδου σε ερμηνευτικές ικανότητες ηθοποιοί, για να αποφευχθεί αυτή η αντίθεση.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, για να μπορέσει να πετύχει το εγχείρημα, έπρεπε να έχουμε ευάλωτες ερμηνείες, εμβάθυνση στην προσωπικότητα των χαρακτήρων, αλλά και πιο ξεκάθαρο στόχο: δεν είναι εντελώς σαφές, εκ του αποτελέσματος που βλέπουμε στην οθόνη, αν η ταινία ήθελε να είναι μικρού μήκους, αν ήθελε να έχει cult following ή να σπάσει τα ταμεία, αν θέλει να πατήσει σε indie αρχές ή αν θέλει να βάλει τον τρόμο σε όλα τα σαλόνια. Δεν απευθύνεται πλήρως στο κοινό του cult, του indie, ούτε σε εκείνο του mainstream.
Η σκηνοθεσία της ταινίας Μην Ανοίγεις την Πόρτα
Η σκηνοθεσία, επίσης, αν και χρησιμοποιεί γνωστές τεχνικές και στηρίζεται από επαρκή φωτισμό, καθαρό ήχο και κρυστάλλινη εικόνα, επαναλαμβάνει συνεχώς τα ίδια τρικ: κάνει κοντινά στα πρόσωπα όταν οι χαρακτήρες μιλούν, αγκομαχά για να ακολουθήσει τη δράση μέσα στο σκοτεινό δάσος τη νύχτα, δείχνει σταθερά κάδρα του βουνού και των τοίχων της καλύβας για να στήσει το setting.
Τεχνικές που δεν είναι απαραίτητα προβληματικές, αλλά επαναλαμβάνονται τόσο, ώστε να γίνονται κάπως κουραστικές -πάλι, σε διάρκεια μικρού μήκους θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν καλύτερα.
Ας ελπίσουμε να είναι η αρχή για περισσότερες ταινίες τρόμου στην Ελλάδα
Τελικά, έχουμε μια νέα προσπάθεια στο είδος του τρόμου, σε ένα ξεχασμένο genre για τη χώρα μας, η οποία, δυστυχώς, δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τα κλισέ του παρελθόντος.
Σε γενικές γραμμές, φαίνεται πως τα δύο αδέλφια δοκίμασαν να φτιάξουν κάτι που είναι πάνω από τις δυνατότητές τους σε αυτή τη χρονική στιγμή -κάτι που δεν είναι απαραίτητα κακό, ενώ είναι αναμενόμενο όταν μιλάμε για νέους δημιουργούς.
Αφού η ταινία πηγαίνει καλά στα ταμεία, ας ελπίσουμε να δούμε περισσότερες προσπάθειες στον ελληνικό τρόμο και να δούμε μια επόμενη δουλειά των Unboxholics που να μετριάζει, ίσως, τις φιλοδοξίες και να διαχειρίζεται καλύτερα το υλικό της, για να πετύχει τους στόχους της πλήρως.
Βέβαια, ναι, για τα «ελληνικά δεδομένα» η ταινία είναι επαρκής, αφού… δεν υπάρχουν ελληνικά δεδομένα όταν μιλάμε για σύγχρονες ταινίες τρόμου.