Καλό παιχνίδι, «για ελληνικό». Αυτή είναι μια φράση που χρησιμοποιείται αρκετά συχνά, όταν θέλουμε να περιγράψουμε ένα παιχνίδι κάποιας εταιρείας από την Ελλάδα. Φυσικά, η αντιμετώπιση αυτή είναι κατανοητή, αφού η Ελλάδα δεν φημίζεται για την gaming βιομηχανία της, και έτσι συνήθως έχουμε να κάνουμε με μικρά, indie παιχνίδια πολύ περιορισμένου budget (και εμπειρίας, συχνά). Συνεπώς, τείνουμε να είμαστε επιεικείς όταν κρίνουμε παιχνίδια ελληνικών εταιρειών, θέλοντας να στηρίξουμε την προσπάθειά τους.
Η Pixel Reign είναι μια ελληνική εταιρεία που έφτιαξε το παιχνίδι Robbie Swifthand and the Orb of Mysteries. Πρόκειται για ένα απόλυτα σκληροπυρηνικό 2D platformer, που μόλις κυκλοφόρησε σε Switch και εγώ είμαι εδώ για να το κρίνω. Όχι, Pixel Reign, δεν θα είμαι επιεικής μαζί σου. Δεν θα σου χαριστώ καθόλου. Δεν είναι πως δεν σε συμπαθώ, παρόλο που με έκανες να θέλω να πετάξω το Switch στη θάλασσα από τα νεύρα μου. Απλώς, το παιχνίδι δεν χρειάζεται καμία επιείκεια. Είμαι στην πολύ ευχάριστη θέση να δηλώσω πως το Robbie Swifthand μπορεί να σταθεί και να κριθεί ως platformer, και όχι ως ελληνικό platformer.
Φυσικά, δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσει ένα 2D platformer στις μέρες μας, καθώς υπάρχουν εκατοντάδες τίτλοι του είδους. Πολλές φορές παίζουμε ένα platformer, περνάμε καλά για μερικές ώρες, όμως δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε πως πρόκειται για κολλάζ ιδεών, χωρίς προσωπική ταυτότητα και χαρακτήρα. Ο χαρακτηρισμός «generic» είναι κάτι που φοβούνται όλοι οι δημιουργοί platformer παιχνιδιών.
Η Pixel Reign, κατάφερε να ξεφύγει από την αοριστία και τη μετριότητα στην παρουσίαση, με ευφυείς τρόπους. Το Robbie Swifthand δανείζεται στοιχεία από διάφορες μεριές, και τα εντάσσει σε ένα σύνολο που καταφέρνει να έχει δική του ταυτότητα. Οι πηγές έμπνευσης (και η διαχείρισή τους), έχουν πολύ ενδιαφέρον: παίζοντας κανείς το Robbie Swifthand, μπορεί να δει λίγο από Dark Souls, κάτι από Indiana Jones ή Tomb Raider, ένα κομμάτι από roguelikes, αρκετούς γρίφους και φυσικά πολύ platforming. Ευτυχώς, ο σχεδιασμός δεν έπεσε στην παγίδα και δεν έχουμε «Το Dark Souls του platforming» ή κάτι παρόμοιο.
Στο Robbie Swifthand καλούμαστε να οδηγήσουμε έναν κλέφτη μέσα από τάφρους και καταπακτές, και να περάσουμε από παγίδες πολλών ειδών για να φτάσουμε στον στόχο μας. Ο στόχος είναι τα λεφτά, αφού ο πρωταγωνιστής δεν είναι ούτε ήρωας, ούτε ιππότης ή κάτι παρόμοιο. Είναι ένας κλέφτης, που δείχνει να αδιαφορεί παντελώς για το σενάριο, αντικατοπτρίζοντας ελαφρώς τον παίκτη, που δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στην πλοκή παιχνιδιών του είδους. Ο Robbie λέει «μπλα μπλα μπλα, πού είναι το χρήμα» κι εγώ, μαζί του, λέω «μπλα μπλα πού είναι το platforming». Αυτό δεν σημαίνει ότι το σενάριο δεν είναι καλοστημένο και διασκεδαστικό, απλώς δεν είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Μάλιστα, οι σύντομοι διάλογοι που ακούμε (σε επινοημένη, διασκεδαστική γλώσσα) χαρακτηρίζονται από ελαφρύ, πετυχημένο χιούμορ με σύγχρονα στοιχεία, και δίνονται μέσω αποδοτικού voice acting (ακούμε τον Kratos της μεταγλώττισης του God of War και την Anna της αντίστοιχης του Frozen, μεταξύ άλλων).
Ο γενικότερος στόχος είναι τα λάφυρα και τα πλούτη, όμως η κάθε πίστα έχει δικό της, στενά ορισμένο σκοπό και κανόνες. Το παιχνίδι χωρίζεται σε μικρά επίπεδα, τα οποία διαρκούν συνήθως λιγότερο από ένα λεπτό. Τα επίπεδα, με τη σειρά τους, είναι χωρισμένα σε τρεις κεντρικούς κόσμους, στο τέλος των οποίων βρίσκουμε ένα boss fight. Μας δίνεται η επιλογή της σειράς με την οποία θα παίξουμε τις πίστες, καθώς δεν χρειάζεται να τις τελειώσουμε όλες για να ολοκληρώσουμε το παιχνίδι. Έτσι, αν κολλήσουμε κάπου, μπορούμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας σε άλλο επίπεδο, και με αυτόν τον τρόπο η πρόοδος είναι πιο ομαλή και ο εκνευρισμός περιορισμένος.
Κάθε πίστα μάς βάζει να ολοκληρώσουμε μια αλληλουχία δραστηριοτήτων. Πρέπει να βρούμε μια φωτεινή μπάλα και να τη ρίξουμε σε μια άλλη, μεγαλύτερη φωτεινή μπάλα, για να ανοίξει η πόρτα που οδηγεί στην ολοκλήρωση του επιπέδου. Με την εισαγωγή τόσο αυστηρά ορισμένων κανόνων, επιτυγχάνεται η ενδυνάμωση της προσωπικότητας του παιχνιδιού και το gameplay καταφέρνει να ξεχωρίζει.
Ξεκινώντας, παρατηρούμε πως το πλήκτρο επιβεβαίωσης είναι το Β και όχι το Α, όπως συνηθίζεται στο Switch. Επίσης, στα options δεν υπάρχει πραγματικά τίποτα: βρίσκουμε μόνο το μενού του ήχου, στο οποίο οι επιλογές δεν είναι καν διαθέσιμες. Παράδοξο, σίγουρα, αλλά το προσπερνάμε γρήγορα και δεν δημιουργούνται πολλά προβλήματα, αφού ο χειρισμός είναι πολύ απλός και χρησιμοποιεί ελάχιστα κουμπιά (η δυνατότητα παραμετροποίησης, βέβαια, θα ήταν καλοδεχούμενη, ιδίως σε ένα τόσο δύσκολο παιχνίδι). Η μόνη περίσταση κατά την οποία εκνευρίστηκα: κάθε φορά που πήγαινα να κλείσω το Switch και ξαφνικά το πλήκτρο επιβεβαίωσης άλλαζε.
Αφού συνήθισα λίγο τις περίεργες επιλογές αυτές, μπήκα στο new game. Εκεί, υπάρχει η επιλογή βαθμού δυσκολίας. Εύστοχα, δεν βλέπουμε easy, normal και λοιπές, συνηθισμένες λέξεις. Υπάρχει το hard, που είναι το προτεινόμενο mode, το not so hard και το insanity. Αργότερα κατάλαβα πως είναι μια αρμόζουσα προσέγγιση, αφού το Robbie Swifthand είναι πάρα πολύ δύσκολο. Όχι, είπαμε, δεν είναι Dark Souls, ούτε Hollow Knight. Το μόνο κοινό που έχει με τα Souls, είναι το σκοτεινό ύφος των dungeons και ένα mechanic που σχετίζεται με τον θάνατο του παίκτη. Κάθε φορά, λοιπόν, που πεθαίνουμε, στο σημείο εκείνο μένει αίμα και το πτώμα μας, σε μορφή μπλε φαντάσματος. Πολλές ήταν οι φορές που τα μπλέ πτώματα ήταν τόσα πολλά που γέμιζαν την πίστα και δεν πετύχαιναν τον σκοπό τους, την υπενθύμιση δηλαδή πως εκεί υπάρχει κάτι θανατηφόρο. Βέβαια, παντού υπάρχει κάτι θανατηφόρο, οπότε και πάλι καταφέρνει να ταιριάζει.
Η δυσκολία τού Robbie Swifthand δεν στηρίζεται στην ανάγκη για γρήγορα αντανακλαστικά (εκτός μερικών εξαιρέσεων). Ο παράγοντας που κάνει τη ζωή μας δύσκολη -και το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του παιχνιδιού ταυτόχρονα- είναι το περίτεχνο level design. Οι πίστες στην αρχή είναι πολύ απλές και εύκολες, ώστε να μας μάθουν τα mechanics και τους κανόνες. Στην πορεία, με ολόσωστο ρυθμό, η δυσκολία αυξάνεται και φτάνει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Το πιο εύκολο mode έχει μεγάλη διαφορά· οι αλλαγές που έχουν γίνει για να το κάνουν πιο φιλικό στον παίκτη είναι εύστοχες και πετυχαίνουν τον σκοπό τους, χωρίς ποτέ να εκμηδενίζουν τη δυσκολία, που είναι κεντρικός πυλώνας του gameplay.
Σε προχωρημένες πίστες, εμφανίζονται πειραματισμοί με τα ήδη καθιερωμένα mechanics, ενώ εισάγονται και νέα. Έτσι, το gameplay δεν γίνεται ποτέ βαρετό. Η διάρκεια είναι επίσης απόλυτα ικανοποιητική (λαμβάνοντας την τιμή πώλησης υπόψη, αλλά και ανεξάρτητα από εκείνη). Όταν ολοκληρώσουμε το κυρίως παιχνίδι, μπορούμε να συνεχίσουμε, μαζεύοντας τα collectibles από κάθε πίστα -όχι πολύ εύκολο εγχείρημα- και στη συνέχεια παίζοντας στο insane mode.
Ο σχεδιασμός των επιπέδων είναι ιδιαίτερα έξυπνος και λειτουργικός -και με έκανε να λυπηθώ όσους έκαναν playtesting για να φτάσει σε αυτό το αποτέλεσμα. Κάθε στιγμή, τα πάντα είναι απειλητικά και τοποθετημένα με τέτοιον τρόπο, ώστε η ανάλυση και οι στρατηγικές, προσεκτικές κινήσεις να αποτελούν την κατάλληλη τακτική. Για να ολοκληρώσουμε τα επίπεδα, πρέπει να παρατηρούμε κάθε σημείο της οθόνης, να σχεδιάζουμε προσεκτικά κάθε κινησή μας, να μαθαίνουμε τις παγίδες μέσω trial and error (δεν υπάρχουν εχθροί) και, όταν πια νιώθουμε έτοιμοι, να ξεκινήσουμε με αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία, για να φτάσουμε στον στόχο. Ο σχεδιασμός είναι δίκαιος, αν και πολύ σκληρός, και οι προκλήσεις είναι στημένες με μορφή puzzle. Έτσι, μια πίστα που πραγματικά διαρκεί 20 δευτερόλεπτα, μπορεί να πάρει 15 λεπτά για να ολοκληρωθεί. Περιττό μοιάζει το να πω ότι το Robbie Swifthand απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό και όχι σε κάθε λάτρη του ευρύτερου είδους των platformers. Αρκεί να πω ότι δεν υπάρχει game over, καθώς δεν έχουμε ζωές, αλλά έναν μετρητή που μετράει τους θανάτους. Όταν είδα τα credits, έχοντας βρει όλα τα μυστικά collectibles του πρώτου κόσμου και μερικά άλλα, διάσπαρτα, είχα μόλις ξεπεράσει τους χίλιους θανάτους (κάθε ένας με διασκεδαστικό death animation).
Η δυσκολία κλιμακώνεται στα boss fights, τα οποία είναι εξαιρετικά σε κάθε τους πτυχή. Ο εικαστικός σχεδιασμός των bosses, η μουσική που τα «ντύνει», αλλά και τα μοτίβα των επιθέσεών τους είναι πάντοτε άψογα. Μάλιστα, ο τρόπος μάχης περιλαμβάνει τη φωτεινή μπάλα που χρησιμοποιούμε μέσα στις πίστες και έτσι νιώθουμε μια οικειότητα που είναι απαραίτητη, για να μην καταλήξει το παιχνίδι να μοιάζει εντελώς διαφορετικό, εφόσον τα bosses είναι οι μόνοι αντίπαλοι που συναντάμε.
Η όμορφη οπτικοακουστική παρουσίαση δεν μένει στα bosses, καθώς είναι άριστη σε όλο το παιχνίδι. Τα σχέδια που αποτελούν τις πίστες και τους χαρακτήρες είναι πάντοτε ταιριαστά με το επιδιωκόμενο ύφος, ενώ την παράσταση κλέβει ο πρωταγωνιστής και κυρίως το animation του. Σε μια -απόλυτα επιτυχημένη- προσπάθεια να δώσει ζωή στον κόσμο του Robbie, η Pixel Reign βάζει τον πρωταγωνιστή να αντιδρά στα στοιχεία και τις κινήσεις τού περιβάλλοντος. Για παράδειγμα, όταν πλησιάζει σε μια παγίδα με καρφιά, βλέπουμε πως ο χαρακτήρας κοιτάει έντρομος τον κίνδυνο, ενώ όταν απομακρυνθεί ηρεμεί, ή τον παρατηρούμε να σκάει ένα πονηρό χαμόγελο, μόλις βρίσκει ένα νόμισμα. Γενικότερα, οι αντιδράσεις του είναι άψογα σχεδιασμένες και δουλεμένες, και πραγματικά ζωντανεύουν τον χαρακτήρα και του δίνουν προσωπικότητα.
Το περιβάλλον, επίσης, παρουσιάζει ποικιλία, καθώς κι ενδιαφέροντα και πολύ όμορφα στοιχεία -για παράδειγμα, μια παγίδα που κλείνει απότομα, πετάει κόκκους σκόνης. Το πιο εντυπωσιακό εφέ είναι ο φωτισμός, που κάνει τα 2D περιβάλλοντα και assets να αποκτούν υφή, υπόσταση και ζωντάνια, ενώ πολλές φορές ο τρόπος που φωτίζονται οι χώροι επηρεάζει και το gameplay. Η μουσική υπόκρουση περιλαμβάνει μερικές μελωδίες που ξεχωρίζουν, κυρίως στα bosses. Γενικά, ακούμε μελωδίες που ταιριάζουν απόλυτα σε ό,τι συμβαίνει στην οθόνη, εναλάσσονται και δεν κουράζουν, ενώ δεν παίρνουν το focus πάνω τους και δεν αποσπούν.
Το μόνο σοβαρό πρόβλημα του Robbie Swifthand είναι οι συχνές πτώσεις τού frame rate. Σε ένα τέτοιο παιχνίδι, που απαιτεί ακριβείς κινήσεις και, ενίοτε, ταχύτητα, οι πτώσεις ενοχλούν και μπορούν ακόμα και να μας ρίξουν σε παγίδες. Ευτυχώς ο χειρισμός είναι σε γενικές γραμμές άριστος. Τα physics και οι πλατφόρμες λειτουργούν όπως πρέπει και δεν αφήνουν περιθώρια για να μιλήσουμε για αδικίες.
Εν ολίγοις, το Robbie Swifthand and the Orb of Mysteries είναι ένας τίτλος που δεν πρέπει να λείπει από τη συλλογή σας, αν σας αρέσει να παίζετε συνεχώς την ίδια πίστα και να χτυπάτε το κεφάλι σας στον τοίχο. Είναι μια μικρή παραγωγή, ένα ελληνικό παιχνίδι που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από μεγάλες και μπορεί να τις κοντράρει άνετα. Η Pixel Reign μάς έδωσε ένα platformer με χαρακτήρα, προσωπικότητα, έξυπνες ιδέες και ενδιαφέρουσα παρουσίαση. Το level design, τα physics, ο χειρισμός και τα mechanics είναι πολύ λειτουργικά, εύστοχα δομημένα, και δείχνουν πως η εταιρεία ανάπτυξης γνωρίζει το είδος σε βάθος. Απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό, όμως, αν ανήκετε σε αυτό, αποκλείεται να απογοητευτείτε.
Δοκιμάστηκε σε: Switch
Εταιρεία Ανάπτυξης: Pixel Reign
Εκδότρια Εταιρεία: KISS Publishing
Είδος: 2D Platformer, Puzzle
Ηλικίες: 16+
Ημ/νία Κυκλοφορίας: 1 Αυγούστου 2019
Official website: pixelreign.dev
Το παιχνίδι μάς παραχωρήθηκε από την εκδότρια εταιρεία για τις ανάγκες του review.